- δόρπιος
- δόρπιος, ον,A belonging to the feast,
ἁρμονίη Nonn.D.12.148
.II Subst. [full] δόρπιον, τό, supper-time, v. l. (Erot.Fr.18) in Hp.Epid.5.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁρμονίη Nonn.D.12.148
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταδόρπιος — μεταδόρπιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο 2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + … Dictionary of Greek
ποτιδόρπιος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο 2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα… … Dictionary of Greek
δόρπιον — belonging to the feast neut nom/voc/acc sg δόρπιος belonging to the feast masc/fem acc sg δόρπιος belonging to the feast neut nom/voc/acc sg δορπέω take supper imperf ind act 3rd pl (doric) δορπέω take supper imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
ομοδόρπιος — ὁμοδόρπιος, ον (Α) ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δόρπον «γεύμα, δείπνο» (πρβλ. επι δόρπιος)] … Dictionary of Greek
δορπίου — δόρπιον belonging to the feast neut gen sg δόρπιος belonging to the feast masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρπια — δόρπιον belonging to the feast neut nom/voc/acc pl δόρπιος belonging to the feast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)